- ουροποιογεννητικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και γεννητικά όργανα μαζί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουροποιογεννητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και στα γεννητικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουροποιητικός + γεννητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ευ. Καλλιοντζή] … Dictionary of Greek
ουρογεννητικός — και ουροποιογεννητικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουρητικό και στο γεννητικό σύστημα («ουρογεννητικά όργανα») 2. ουρογόνος («ουρογεννητική αύλακα») … Dictionary of Greek